μελαγχολικῶς

μελαγχολικῶς
μελαγχολικός
of atrabilious
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μελαγχολικός — ή, ό (ΑM μελαγχολικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που προξενεί μελαγχολία, βαρυθυμία, ακεφιά («μελαγχολικός καιρός») 2. αυτός που πάσχει από μελαγχολία νεοελλ. μσν. βαρύθυμος, σκυθρωπός, άκεφος μσν. 1. αυτός που έχει δεχθεί έγχυση χολής στο αίμα 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”